- θεοσύναπτος
- θεοσύναπτος, -ον (AM)μσν.αυτός που συναρμολογήθηκε από τον θεόαρχ.αυτός που ενώθηκε με τον θεό.[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο-* + συν-άπτω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
богосъбьраныи — (2*) пр. 1.Собранный по воле бога: ст҃ыи сии богосъбраныи вьселѥньскыи съвъкоупивъшьсѩ съборъ (ϑεόλεκτον) КЕ XII, 40а. 2. Соединенный с богом: д҃ша не г(с)ьствуетсѩ ѡ(т) стр(с)ти. Всѩ есть свободна. всѩ б҃овидна... б҃особрана. б҃осдержана.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… … Dictionary of Greek